Διαφοροποιημένη μάθηση (diferentiated learning)
Η αρχή της διαφοροποιημένης προσέγγισης στη μάθηση (differentiated learning), η οποία αποβλέπει στο να προσφέρει υψηλής ποιότητας εκπαίδευση ανεξαιρέτως σε όλα τα παιδιά, μέσα όμως από διαφοροποιημένες προσεγγίσεις που λαμβάνουν υπόψη τους τις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες και δυνατότητες κάθε παιδιού, τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά του, τα ξεχωριστά βιώματά του, τους δικούς τους ρυθμούς μάθησης, το προσωπικό του στυλ μάθησης, το πολιτισμικό του υπόβαθρο, την αυτο-αντίληψή του.
Σε όλους αυτούς τους τομείς και σε συναφείς με αυτούς οι Ερευνητικές Εργασίες παρέχουν πολλές δυνατότητες διαφοροποίησης, διότι προσφέρουν στους μαθητές δυνατότητες επιλογών σε πολλούς τομείς (βλ και Llewellyn 2011). Οι επιλογές των μαθητών αρχίζουν με τα υπο-ερωτήματα που έχουν τη δυνατότητα να συμπεριλάβουν στην έρευνά τους οι ομάδες και συνε-χίζουν με τα εναλλακτικά μέσα και τις διαφορετικές διαδικασίες συλλογής και επεξερ-γασίας των δεδομένων και ολοκληρώνονται με τους εναλλακτικούς τρόπους αναπαράστασης και κοινοποίησης της νέας γνώσης και τους τρόπους συσχέτισης αυτής με προσωπικά βιώματα και κοινωνικές καταστάσεις. Την ίδια στιγμή έχουν και οι εκπαιδευτικοί τη δυνατότητα να επιλέξουν το βαθμό καθοδήγησης στην ερευνητική διαδικασία.
Σε όλους αυτούς τους τομείς και σε συναφείς με αυτούς οι Ερευνητικές Εργασίες παρέχουν πολλές δυνατότητες διαφοροποίησης, διότι προσφέρουν στους μαθητές δυνατότητες επιλογών σε πολλούς τομείς (βλ και Llewellyn 2011). Οι επιλογές των μαθητών αρχίζουν με τα υπο-ερωτήματα που έχουν τη δυνατότητα να συμπεριλάβουν στην έρευνά τους οι ομάδες και συνε-χίζουν με τα εναλλακτικά μέσα και τις διαφορετικές διαδικασίες συλλογής και επεξερ-γασίας των δεδομένων και ολοκληρώνονται με τους εναλλακτικούς τρόπους αναπαράστασης και κοινοποίησης της νέας γνώσης και τους τρόπους συσχέτισης αυτής με προσωπικά βιώματα και κοινωνικές καταστάσεις. Την ίδια στιγμή έχουν και οι εκπαιδευτικοί τη δυνατότητα να επιλέξουν το βαθμό καθοδήγησης στην ερευνητική διαδικασία.
Η διαφοροποιημένη διδασκαλία
Η σχολική τάξη δεν πρόκειται για μια συνάθροιση ατόμων αλλά πρόκειται για ένα σύστημα που έχει σκοπό τη μάθηση. Μέσα σε μια τάξη οι μαθητές δεν βρίσκονται ποτέ στο ίδιο επίπεδο. Για αυτό το λόγο θα πρέπει οι εκπαιδευτικοί να προσαρμόζουν τη διδασκαλία τους στα διάφορα επίπεδα μαθησιακής δυνατότητας που υπάρχουν μέσα στην τάξη τους. Αυτό που γίνεται συνήθως είναι οι εκπαιδευτικοί να προσαρμόζονται στο επίπεδο των μέσων μαθητών. Σε αυτή την περίπτωση όμως αυτό που συμβαίνει είναι οι μέτριοι μαθητές να συνακολουθούν και γενικά να τα πάνε καλά, οι άριστοι μαθητές να ατονούν, οι μαθητές που βρίσκονται κάτω του μέσου επιπέδου με κάποια προσπάθεια να συνακολουθούν, αλλά οι μαθητές που είναι πολύ κάτω του μέσου να δυσκολεύονται να ακολουθήσουν. Φυσικά το να προσαρμοστούν οι εκπαιδευτικοί στο κατώτατο μαθησιακό επίπεδο ρισκάρουν να χάσουν όλη την τάξη και ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι να πηγαίνει την τάξη του μπροστά και όχι να τη χάνει. Έτσι προκύπτει το θέμα της εσωτερικής διαφοροποίησης της διδασκαλίας. Η εσωτερική διαφοροποίηση θα πρέπει να περιλαμβάνει μια ευρεία ποικιλία πρακτικών όπως ομαδοσυνεργατικές μέχρι εξατομικευμένες μορφές οργάνωσης της μαθησιακής διαδικασίας. Τα διδακτικά μέσα και τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν στη μαθησιακή διαδικασία πρέπει να είναι ποικίλα και να αξιοποιούν όλα τα επιτεύγματα της σύγχρονης παιδαγωγικής τεχνολογίας για παράδειγμα τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών (Δημουλάς & Καλύβας, 2006).
Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι μάθησης που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους μαθητές στη διαφοροποιημένη διδασκαλία. Για παράδειγμα, ο οπτικός τρόπος είναι για το μαθητή που βοηθιέται κυρίως από τα γραπτά, τα σχέδια, τις εικόνες, τα γραφήματα, ο ακουστικός τρόπος είναι για το μαθητή που δεν τα καταφέρνει πάντα με τις γραπτές οδηγίες, ο κιναισθητικός τρόπος είναι για το μαθητή που δεν μπορεί να καθίσει πολύ, βρίσκει τρόπους να τριγυρίζει, συχνά χάνει το ενδιαφέρον όταν δεν εμπλέκεται σε κάτι ενεργά, θέλει να αγγίζει τους ανθρώπους όταν τους μιλάει. Συχνά, ο καθένας από αυτούς τους τρόπους είναι ο βασικός και αλληλοεπικαλύπτονται. Επιπλέον, πρέπει να παρέχεται πρόσθετη διδακτική στήριξη και ενισχυτική διδασκαλία, ένας τρόπος ο οποίος κρατάει τους μαθητές αυτούς στην κανονική τάξη τους, με συμπληρωματική υποστήριξη για κάποιες ώρες εκτός τάξης. Φυσικά, θα πρέπει και σε αυτή την περίπτωση η διαφοροποίηση της διδασκαλίας να εξακολουθεί να είναι το κυριότερο μέλημα, καθώς και εδώ οι μαθησιακές δυνατότητες μπορεί να είναι μεν παρόμοιες αλλά όχι όμοιες (Δημουλάς & Καλύβας, 2006).
Πιο συγκεκριμένα, η διαφοροποιημένη διδασκαλία μπορεί να περιλαμβάνει προσαρμογές στα παρακάτω επίπεδα (ΥΠ.Ε.Π.Θ. – Π.Ι., 2004):
α. Διαφοροποίηση διδακτικών στόχων και γνωστικού περιεχομένου
Το αναλυτικό πρόγραμμα στόχων μπορεί να μην χρειάζεται ιδιαίτερες παρεκκλίσεις σε κάποιες περιπτώσεις. Οι μαθητές που παρουσιάζουν μικρές δυσκολίες στη μάθηση ίσως χρειαστεί να εφαρμόσουν τους βασικότερους μαθησιακούς στόχους του προγράμματος. Για τους μαθητές με αυξημένες μαθησιακές ανάγκες θα χρειαστεί μια μεγαλύτερη τροποποίηση στόχων με έμφαση σε γνώσεις και δεξιότητες πρωιμότερων σταδίων. Από την άλλη πλευρά, στους χαρισματικούς μαθητές πρέπει να δίνεται η δυνατότητα εμπλουτισμού του προγράμματος με πρόσθετες δραστηριότητες και ερευνητικές εργασίες οι οποίες θα τους παρέχουν ευκαιρίες για περισσότερη δημιουργικότητα, ανεξαρτησία και υπευθυνότητα.
β. Διαφοροποίηση της διδακτικής προσέγγισης
Οι εκπαιδευτικοί για να εφαρμόσουν ένα διαφοροποιημένο πρόγραμμα έτσι ώστε να ωφελούνται οι μαθητές, χρειάζονται ένα ευρύ ρεπερτόριο διδακτικών στρατηγικών. Πιο συγκεκριμένα ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να:
γ. Διαφοροποίηση μαθησιακού περιβάλλοντος και μαθητικού δυναμικού
Προκειμένου να στεφθεί με επιτυχία ένα πρόγραμμα θα πρέπει να εξασφαλίζονται παράγοντες όπως οι καλές συνθήκες μάθησης, η οργάνωση του μαθησιακού περιβάλλοντος, η διαχείριση του διαθέσιμου χρόνου και εξοπλισμού, η αξιοποίηση των μαθητών και του προσωπικού. Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες ωφελούνται ιδιαίτερα όταν εξασφαλίζεται:
δ. Διαφοροποίηση μαθησιακών δραστηριοτήτων και διδακτικού υλικού
Οι δραστηριότητες και το διδακτικό υλικό που χρησιμοποιούνται στην τάξη θα πρέπει να συμβαδίζουν με το γνωστικό και αναγνωστικό επίπεδο του μαθητή, να συνάδουν με την ηλικία, τα ενδιαφέροντα και τις εμπειρίες του. Για να επωφελούνται οι μαθητές θα πρέπει ο εκπαιδευτικός να:
ε. Διαφοροποίηση αξιολόγησης μαθητή και προγράμματος
Ο σκοπός της αξιολόγησης θα πρέπει να λειτουργεί ανατροφοδοτικά για τους μαθητές και ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να ενισχύει και να επιβραβεύει την προσπάθεια, τη συμμετοχή, τη στάση των παιδιών και όχι μόνο τις επιδόσεις του. Γενικότερα οι μαθητές ωφελούνται κατά περίπτωση όταν ο εκπαιδευτικός:
Για τους μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες η διαφοροποιημένη διδασκαλία μπορεί να αποτελέσει σημαντική βοήθεια, στο βαθμό που η διδασκαλία και η αξιολόγηση με πολλαπλούς τρόπους και επίπεδα ταιριάζουν απόλυτα με τα μαθησιακά χαρακτηριστικά των παιδιών. Επιπλέον, όταν σε μια τάξη εφαρμόζεται διαφοροποιημένη διδασκαλία όλοι οι μαθητές μπορεί να ασχολούνται με διαφορετικό υλικό ή να συμμετέχουν σε διαφορετικές ομάδες με αποτέλεσμα να μην θεωρείται κανένας τρόπος εργασίας ειδικός, και άρα δεν ξεχωρίζουν και δεν στιγματίζονται τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες (Παντελιάδου & Αντωνίου, 2008).
Η σχολική τάξη δεν πρόκειται για μια συνάθροιση ατόμων αλλά πρόκειται για ένα σύστημα που έχει σκοπό τη μάθηση. Μέσα σε μια τάξη οι μαθητές δεν βρίσκονται ποτέ στο ίδιο επίπεδο. Για αυτό το λόγο θα πρέπει οι εκπαιδευτικοί να προσαρμόζουν τη διδασκαλία τους στα διάφορα επίπεδα μαθησιακής δυνατότητας που υπάρχουν μέσα στην τάξη τους. Αυτό που γίνεται συνήθως είναι οι εκπαιδευτικοί να προσαρμόζονται στο επίπεδο των μέσων μαθητών. Σε αυτή την περίπτωση όμως αυτό που συμβαίνει είναι οι μέτριοι μαθητές να συνακολουθούν και γενικά να τα πάνε καλά, οι άριστοι μαθητές να ατονούν, οι μαθητές που βρίσκονται κάτω του μέσου επιπέδου με κάποια προσπάθεια να συνακολουθούν, αλλά οι μαθητές που είναι πολύ κάτω του μέσου να δυσκολεύονται να ακολουθήσουν. Φυσικά το να προσαρμοστούν οι εκπαιδευτικοί στο κατώτατο μαθησιακό επίπεδο ρισκάρουν να χάσουν όλη την τάξη και ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι να πηγαίνει την τάξη του μπροστά και όχι να τη χάνει. Έτσι προκύπτει το θέμα της εσωτερικής διαφοροποίησης της διδασκαλίας. Η εσωτερική διαφοροποίηση θα πρέπει να περιλαμβάνει μια ευρεία ποικιλία πρακτικών όπως ομαδοσυνεργατικές μέχρι εξατομικευμένες μορφές οργάνωσης της μαθησιακής διαδικασίας. Τα διδακτικά μέσα και τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν στη μαθησιακή διαδικασία πρέπει να είναι ποικίλα και να αξιοποιούν όλα τα επιτεύγματα της σύγχρονης παιδαγωγικής τεχνολογίας για παράδειγμα τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών (Δημουλάς & Καλύβας, 2006).
Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι μάθησης που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους μαθητές στη διαφοροποιημένη διδασκαλία. Για παράδειγμα, ο οπτικός τρόπος είναι για το μαθητή που βοηθιέται κυρίως από τα γραπτά, τα σχέδια, τις εικόνες, τα γραφήματα, ο ακουστικός τρόπος είναι για το μαθητή που δεν τα καταφέρνει πάντα με τις γραπτές οδηγίες, ο κιναισθητικός τρόπος είναι για το μαθητή που δεν μπορεί να καθίσει πολύ, βρίσκει τρόπους να τριγυρίζει, συχνά χάνει το ενδιαφέρον όταν δεν εμπλέκεται σε κάτι ενεργά, θέλει να αγγίζει τους ανθρώπους όταν τους μιλάει. Συχνά, ο καθένας από αυτούς τους τρόπους είναι ο βασικός και αλληλοεπικαλύπτονται. Επιπλέον, πρέπει να παρέχεται πρόσθετη διδακτική στήριξη και ενισχυτική διδασκαλία, ένας τρόπος ο οποίος κρατάει τους μαθητές αυτούς στην κανονική τάξη τους, με συμπληρωματική υποστήριξη για κάποιες ώρες εκτός τάξης. Φυσικά, θα πρέπει και σε αυτή την περίπτωση η διαφοροποίηση της διδασκαλίας να εξακολουθεί να είναι το κυριότερο μέλημα, καθώς και εδώ οι μαθησιακές δυνατότητες μπορεί να είναι μεν παρόμοιες αλλά όχι όμοιες (Δημουλάς & Καλύβας, 2006).
Πιο συγκεκριμένα, η διαφοροποιημένη διδασκαλία μπορεί να περιλαμβάνει προσαρμογές στα παρακάτω επίπεδα (ΥΠ.Ε.Π.Θ. – Π.Ι., 2004):
α. Διαφοροποίηση διδακτικών στόχων και γνωστικού περιεχομένου
Το αναλυτικό πρόγραμμα στόχων μπορεί να μην χρειάζεται ιδιαίτερες παρεκκλίσεις σε κάποιες περιπτώσεις. Οι μαθητές που παρουσιάζουν μικρές δυσκολίες στη μάθηση ίσως χρειαστεί να εφαρμόσουν τους βασικότερους μαθησιακούς στόχους του προγράμματος. Για τους μαθητές με αυξημένες μαθησιακές ανάγκες θα χρειαστεί μια μεγαλύτερη τροποποίηση στόχων με έμφαση σε γνώσεις και δεξιότητες πρωιμότερων σταδίων. Από την άλλη πλευρά, στους χαρισματικούς μαθητές πρέπει να δίνεται η δυνατότητα εμπλουτισμού του προγράμματος με πρόσθετες δραστηριότητες και ερευνητικές εργασίες οι οποίες θα τους παρέχουν ευκαιρίες για περισσότερη δημιουργικότητα, ανεξαρτησία και υπευθυνότητα.
β. Διαφοροποίηση της διδακτικής προσέγγισης
Οι εκπαιδευτικοί για να εφαρμόσουν ένα διαφοροποιημένο πρόγραμμα έτσι ώστε να ωφελούνται οι μαθητές, χρειάζονται ένα ευρύ ρεπερτόριο διδακτικών στρατηγικών. Πιο συγκεκριμένα ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να:
- προγραμματίζει τη διδασκαλία επιλέγοντας ρεαλιστικούς στόχους και πρόσθετες δραστηριότητες για τα διαφορετικά επίπεδα των μαθητών,
- προσελκύει και διατηρεί την προσοχή και το ενδιαφέρον των μαθητών,
- αξιοποιεί τις γνώσεις και τα ενδιαφέροντα των μαθητών,
- διδάσκει και εξηγεί υποδειγματικά,
- εφαρμόζει πολυαισθητηριακές διδακτικές προσεγγίσεις,
- εκμεταλλεύεται τις νέες τεχνολογίες και τα πολυμέσα,
- προσαρμόζει το ρυθμό μάθησης απλοποιώντας την ύλη και τις εργασίες,
- δίνει επαρκή χρόνο στους μαθητές να σκεφτούν και να ανταποκριθούν,
- μοιράζει τις δραστηριότητες σε μικρότερα βήματα,
- οργανώνει ομάδες μαθητών με μικτές ικανότητες και τους ενθαρρύνει να συνεργάζονται και να αλληλοβοηθιούνται,
- καθοδηγεί και εποπτεύει στενά το μαθητή,
- δημιουργεί επαρκείς ευκαιρίες για συχνή επιτυχία,
- εκτιμά και υπολογίζει ακόμη και τα μικρά βήματα προόδου.
γ. Διαφοροποίηση μαθησιακού περιβάλλοντος και μαθητικού δυναμικού
Προκειμένου να στεφθεί με επιτυχία ένα πρόγραμμα θα πρέπει να εξασφαλίζονται παράγοντες όπως οι καλές συνθήκες μάθησης, η οργάνωση του μαθησιακού περιβάλλοντος, η διαχείριση του διαθέσιμου χρόνου και εξοπλισμού, η αξιοποίηση των μαθητών και του προσωπικού. Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες ωφελούνται ιδιαίτερα όταν εξασφαλίζεται:
- οργανωμένο μαθησιακό περιβάλλον με παγιωμένες ρουτίνες, διαδικασίες και κανόνες,
- οργανωμένες αίθουσες ή εργαστήρια, προσαρμοσμένος εξοπλισμός, καλή προσβασιμότητα, οπτική επαφή με τον εκπαιδευτικό και τον πίνακα, αποφυγή εξωτερικών ερεθισμάτων που προκαλούν διάσπαση προσοχής,
- εξοικείωση με το περιβάλλον μάθησης και το πεδίο έρευνας,
- επικοινωνία μεταξύ των μαθητών και ευελιξία στην ομαδοποίησή τους,
- κλίμα αποδοχής και αλληλοβοήθειας,
- πρόσθετη βοήθεια από άλλο εκπαιδευτικό, βοηθό, ειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, γονέα ή εθελοντή.
δ. Διαφοροποίηση μαθησιακών δραστηριοτήτων και διδακτικού υλικού
Οι δραστηριότητες και το διδακτικό υλικό που χρησιμοποιούνται στην τάξη θα πρέπει να συμβαδίζουν με το γνωστικό και αναγνωστικό επίπεδο του μαθητή, να συνάδουν με την ηλικία, τα ενδιαφέροντα και τις εμπειρίες του. Για να επωφελούνται οι μαθητές θα πρέπει ο εκπαιδευτικός να:
- σχεδιάζει δραστηριότητες κλιμακούμενης δυσκολίας,
- προσφέρει δραστηριότητες βιωματικής, ερευνητικής μάθησης,
- ενσωματώνει στο πρόγραμμα πρόσθετες γνώσεις και δεξιότητες που είναι αναγκαίες για τα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες,
- δίνει ξεκάθαρες οδηγίες σε απλή γλώσσα,
- ελέγχει την κατανόηση οδηγιών και εργασιών,
- συνοδεύει ή αντικαθιστά γραπτές οδηγίες με προφορικές,
- ενθαρρύνει τους μαθητές να ζητούν διευκρινήσεις και βοήθεια,
- συντομεύει αναγνωστικό υλικό, υπογραμμίζει κύρια σημεία, απλοποιεί σχέδια και διαγράμματα,
- σχεδιάζει συμπληρωματικά φυλλάδια με βασικές πληροφορίες ή περιλήψεις,
- προσθέτει εικόνες, σκίτσα, σχεδιαγράμματα στο διδακτικό υλικό,
- εντοπίζει λάθη και προσφέρει την ανάλογη ανατροφοδότηση και βοήθεια.
ε. Διαφοροποίηση αξιολόγησης μαθητή και προγράμματος
Ο σκοπός της αξιολόγησης θα πρέπει να λειτουργεί ανατροφοδοτικά για τους μαθητές και ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να ενισχύει και να επιβραβεύει την προσπάθεια, τη συμμετοχή, τη στάση των παιδιών και όχι μόνο τις επιδόσεις του. Γενικότερα οι μαθητές ωφελούνται κατά περίπτωση όταν ο εκπαιδευτικός:
- ελέγχει και τους επιβραβεύει με σταθερότητα,
- παρουσιάζει τις εργασίες σε διαβαθισμένη δυσκολία και σε μικρά βήματα,
- μεταβάλλει τις απαιτήσεις μια εργασίας,
- επιτρέπει την ολοκλήρωση λιγότερων εργασιών,
- δίνει περισσότερο χρόνο για επεξηγήσεις και συμπλήρωση εργασιών,
- επιτρέπει μικρά διαλείμματα κατά την προσπάθεια,
- αλλάζει την παρουσίαση ή τη διαμόρφωση ερωτήσεων και δοκιμασιών με προφορική διατύπωση, με εικονογράφηση, απλούστερη τυπολογία ασκήσεων κ.α.
- Εφαρμόζει εναλλακτικούς τρόπους αξιολόγησης προόδου και επίδοσης με παρατήρηση, προφορικές παρουσιάσεις, χρήση υπολογιστή, ομαδικές εργασίες κ.α. (ΥΠ.Ε.Π.Θ. – Π.Ι., 2004).
Για τους μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες η διαφοροποιημένη διδασκαλία μπορεί να αποτελέσει σημαντική βοήθεια, στο βαθμό που η διδασκαλία και η αξιολόγηση με πολλαπλούς τρόπους και επίπεδα ταιριάζουν απόλυτα με τα μαθησιακά χαρακτηριστικά των παιδιών. Επιπλέον, όταν σε μια τάξη εφαρμόζεται διαφοροποιημένη διδασκαλία όλοι οι μαθητές μπορεί να ασχολούνται με διαφορετικό υλικό ή να συμμετέχουν σε διαφορετικές ομάδες με αποτέλεσμα να μην θεωρείται κανένας τρόπος εργασίας ειδικός, και άρα δεν ξεχωρίζουν και δεν στιγματίζονται τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες (Παντελιάδου & Αντωνίου, 2008).